κουβέντα

κουβέντα
η
1. συζήτηση με κάποιον, συνομιλία
2. αυτό που λέει κάποιος, λέξη, λόγος ή φράση (α. «δεν είπε κουβέντα» β. «αυτή η κουβέντα που είπε ήταν πολύ προσβλητική»)
3. φρ. α) «σταράτες κουβέντες» ή «στρογγυλές κουβέντες» — ξεκάθαρα λόγια, χωρίς περιστροφές
β) «δεν έχουμε πολλές κουβέντες» — οι σχέσεις μας είναι τυπικές, δεν έχουμε στενές σχέσεις
γ) «στρωτή κουβέντα» — ομαλή συζήτηση, χωρίς διακοπές ή καθαρός, σαφής, ισορροπημένος λόγος
δ) «ψιλή κουβέντα» — συνεχής συνομιλία, συνήθως χωρίς σοβαρό περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κομβέντος < λατ. conventus «συνέλευση» < λατ. convenio «συνέρχομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουβέντα — η (λ. λατ.) 1. συνομιλία, συζήτηση, συνδιάλεξη. 2. φρ., «Tο στρώνω στην κουβέντα», συζητώ ακατάπαυστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουβεντιάζω — [κουβέντα] 1. συνομιλώ, συζητώ 2. διαπραγματεύομαι κάτι, τό συζητώ με κάποιον λεπτομερώς 3. καθοδηγώ, δασκαλεύω («τόν έχουν κουβεντιάσει, γι αυτό άλλαξε στάση απέναντί μου») 4. κακολογώ, σχολιάζω δυσμενώς, επικρίνω («τόν κουβεντιάζει όλο το χωριό …   Dictionary of Greek

  • κουβεντούλα — η (υποκορ. τού κουβέντα) 1. σύντομη συζήτηση ή ολιγόλογη φράση ή λέξη με λίγες συλλαβές 2. (συν. ειρωνικά) απέραντη συζήτηση, κουβεντολόι, ψιλή κουβέντα …   Dictionary of Greek

  • αδολέσχημα — ἀδολέσχημα, το (Μ) [ἀδολεσχῶ] φλυαρία, ανόητη κουβέντα, πολυλογία …   Dictionary of Greek

  • αλατοπίπερο — το 1. μίγμα από αλάτι και πιπέρι 2. διήγηση εμπλουτισμένη με εντυπωσιακά, ωστόσο ψεύτικα και φανταστικά, περιστατικά («βάζει μπόλικο αλατοπίπερο στην κουβέντα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + πιπέρι] …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοκοπία — η η αερολογία, η ανούσια κουβέντα …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • αποσώστρα — η [αποσώνω] 1. η γυναίκα που αποσώνει, αποτελειώνει, επισφραγίζει την κουβέντα μιας άλλης με επίκαιρο γνωμικό ή παροιμία 2. αυτή που σχολιάζει συστηματικά κι επιδέξια συμβάντα και περιστατικά του χωριού 3. η ράφτρα που αποτελειώνει στα γρήγορα τα …   Dictionary of Greek

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”